- Αχλαδιάς
- Οικισμός (77 κάτ.) της Σκιάθου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκιάθου του νομού Μαγνησίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… … Dictionary of Greek
αχλάδα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 301 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στις Δ πλαγιές του Καϊμακτσαλάν (Βόρας) και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίτης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 119 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
ο(γ)χνη — ὄ(γ)χνη, ἡ (Α) 1. η απιδιά, η αχλαδιά 2. ο καρπός τής απιδιάς, το απίδι, το αχλάδι («ὄγχνη ἐπ ὄγχνῃ γηράσκει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με ἔγχος*, αν υποτεθεί ότι σημαίνει «δόρυ από ξύλο αχλαδιάς» ή με τα ἄχερδος*… … Dictionary of Greek
Skiathos — Gemeinde Skiathos Δήμος Σκιάθου (Σκιάθος) … Deutsch Wikipedia
άχερδος — ἄχερδος, ο, η (Α) είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s) «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» >… … Dictionary of Greek
ανθονόμος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Στην Ευρώπη ζουν περίπου 30 είδη. Το μήκος του σώματός τους είναι 5 7,5 χιλιοστά και το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοιχτό έως σκούρο καφέ. Τα κυριότερα από τα είδη είναι τα ακόλουθα:… … Dictionary of Greek
αχλάδι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 850 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εχιναίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 344 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek
βασιλαπιδιά — η είδος αχλαδιάς, βασιλαχλαδιά … Dictionary of Greek
δακρυοειδής — ές 1. όποιος μοιάζει στο σχήμα με δάκρυ 2. (το ουδ. πληθ.) δακρυοειδή κατηγορία σπερμάτων, όπως τής αχλαδιάς, που μοιάζουν με το δάκρυ … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek